Η κουκουναριά (pinus - pinea) είναι ένα ιθαγενές πεύκο της Νότιας Ευρώπης στην περιοχή της Μεσογείου. Το δέντρο καλλιεργείται για τους εδώδιμους σπόρους του από τους προϊστορικούς χρόνους.
Η κουκουναριά μπορεί να υπερβεί τα 25 μέτρα σε ύψος, αν και συνήθως είναι λιγότερο ψηλή, γύρω στα 12-20 μέτρα. Έχει μια χαρακτηριστική ομπρελοειδή μορφή με κοντό κορμό και στρογγυλή επίπεδη κορυφή. Ο φλοιός είναι χοντρός, καστανοκόκκινος, βαθιά χαραγμένος από φαρδιές, κατακόρυφες πλάκες. Έχει ευλύγιστα βελονοειδή φύλλα σε δέσμες των δύο, μήκους 10-20 εκατοστών. Τα νεαρά δέντρα έχουν διαφορετικά φύλλα, μήκους 2-4 εκατοστών με γλαυκοπράσινο χρώμα.
Οι κώνοι είναι ωοειδείς, μήκους 8-15 εκατοστών και χρειάζονται 36 μήνες για να ωριμάσουν, περισσότερο από κάθε άλλο πεύκο. Οι σπόροι είναι μεγάλοι, μήκους 2 εκατοστών, ανοιχτοί καστανοί με μια μαύρη επίστρωση που φεύγει εύκολα. Οι σπόροι διαδίδονται με τα ζώα και στην πρόσφατη ιστορία με την βοήθεια των ανθρώπων. Ο εδώδιμος σπόρος είναι γνωστός ως κουκουνάρι και χρησιμοποιείται στη Μεσογειακή κουζίνα, με πιο γνωστή τη χρήση του ως βασικό συστατικό της Ιταλικής σάλτσας πέστο.
Η αρχική καταγωγή της κουκουναριάς είναι η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Βόρεια Αφρική (όταν το κλίμα ήταν κάποτε πιο υγρό). Καλλιεργείται συστηματικά εδώ και 6.000 χρόνια για τους εδώδιμους σπόρους της, τους οποίους εμπορεύονταν οι άνθρωποι από τα αρχαία χρόνια. Έχει εγκλιματιστεί σε όλη την περιοχή της Μεσογείου εδώ και τόσο καιρό που θεωρείται ιθαγενές στα μέρη που φυτρώνει, ενώ πολύ πρόσφατα (από το 1700) έχει εισαχθεί σε χώρες με μεσογειακό κλίμα. Μέχρι τώρα έχει εγκλιματιστεί στη Νότια Αφρική, την Καλιφόρνια, την Αυστραλία και τη Δυτική Ευρώπη.
Φυτεύεται σε ηλιόλουστα σημεία, είναι ανθεκτικό στην ξηρασία και χρειάζεται βαθιά εδάφη για να αναπτυχθεί σωστά.
Τα τελευταία χρόνια τα πεύκα στις αστικές και
περιαστικές περιοχές της Ελλάδας απειλούνται από τη βαμβακίαση, ασθένεια
που προκαλείται από το κοκκοειδες έντομο Marchalina
hellenica (Monophlebus
hellenicus) ελλ.μαρσαλίνα, που ζει στο φλοιό τους παρασιτικά και παράγει
μελιτώδεις εκκρίσεις. Οι εκκρίσεις αυτές συλλέγονται από τις μέλισσες
προκειμένου να φτιάξουν πευκόμελο που αποτελεί και 60% της συνολικής
παραγωγής μελιού στην Ελλάδα. Οι νεκρώσεις παρατηρούνται σε άτομα πεύκης με
επιβαρυμένη φυτοϋγειονομική κατάσταση, με περιορισμένο ζωτικό υπέργειο και
υπόγειο χώρο. Ενδεικτικά αναφέρεται πως σε φυσικά δάση χαλεπίου πεύκης τα οποία
εκμεταλλεύονται μελισσοκομικά δεκάδες χρόνια, οι βλάβες από το Marchalina
hellenica είναι αμελητέες και ουδέποτε υπήρξε ένδειξη επιδημίας.
Αντίθετα στις περιοχές όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα
"πιέζει" το βιολογικό χώρο του πεύκου, και σε συνδυασμό με την
απροθυμία των ανθρώπων να φροντίσουν τους οργανισμούς αυτούς (κλάδεμα,
καθαρισμός, προστασία ριζικού συστήματος) φαίνεται πως οι ζημιές είναι
σημαντικές. Η επιδημία αυτή ξεκίνησε το 2000, όταν το Υπουργείο Γεωργίας της
Ελλάδας αποφάσισε τον εμβολιασμό των πεύκων με μαρσαλίνα σε μαζική κλίμακα,
προκειμένου να γίνουν μελιτοφόρα και να αυξηθεί η παραγωγή πευκόμελου. Σήμερα
γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η κατάσταση με χημική καταπολέμηση.