Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

Λίπασμα


Με τον γενικό όρο λίπασμα αναφέρεται οποιαδήποτε ουσία, φυσική ή τεχνητά παρασκευασμένη, βελτιώνει την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα των φυτών. Τα λιπάσματα είτε ενισχύουν τη φυσική περιεκτικότητα του εδάφους σε ορισμένα χημικά στοιχεία είτε αναπληρώνουν τις ποσότητες αυτών των στοιχείων που απορροφήθηκαν από φυτά προηγουμένων γενεών.
Φυσικές ουσίες, όπως φύλλα σε αποσύνθεση ή κοπριά ζώων άρχισαν να χρησιμοποιούνται ως λιπάσματα σχεδόν από την εποχή που ξεκίνησαν οι πρώτες καλλιέργειες από τον άνθρωπο (αγροτική επανάσταση). Η χρήση τεχνητών λιπασμάτων, όμως, είναι πολύ πιο πρόσφατη και φαίνεται ότι ξεκίνησε στις αρχές του 17ου αιώνα κατά την Αγροτική Βρετανική Επανάσταση, αν και η χρήση τους γενικεύτηκε κατά την Βιομηχανική επανάσταση. Η επίδραση των λιπασμάτων τόσο στα φυτά όσο και, κυρίως, στο περιβάλλον άρχισε να ερευνάται κατά την Πράσινη επανάσταση στις αρχές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Τα λιπάσματα εν γένει διακρίνονται σε οργανικά (περιέχουν άνθρακα στη σύνθεσή τους) και σε ανόργανα (δεν περιέχουν άνθρακα στη σύνθεσή τους). Από την άποψη της σύνθεσης υπάρχουν φυσικά και τεχνητά λιπάσματα και των δύο συστάσεων.
                                         
                              Γαλλικό επιστολικό δελτάριο για την χρήση θειικού αμμωνίου ως λιπάσματος


Η ανάπτυξη των φυτών
Όταν ένα φυτό αναπτύσσεται, χρησιμοποιεί εννέα βασικά στοιχεία: υδρογόνο, οξυγόνο, άνθρακα, άζωτο, φωσφόρο, μαγνήσιο, κάλιο, ασβέστιο και θείο. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν τα βασικά θρεπτικά συστατικά για ένα φυτό. Χρησιμοποιεί, επίσης, σε πολύ μικρότερες όμως ποσότητες, βόριο, χλώριο, χαλκό, μαγγάνιο, ψευδάργυρο και μολυβδαίνιο. Αυτά αποτελούν τα δευτερεύοντα θρεπτικά συστατικά.
Από τα πιο πάνω στοιχεία, ο άνθρακας, το υδρογόνο και το οξυγόνο λαμβάνονται από τα φυτά μέσω της ατμόσφαιρας: Το φυτό απορροφά το νερό που έπεσε στο έδαφος ως βροχή (πηγή υδρογόνου και οξυγόνου) και δεσμεύει το διοξείδιο του άνθρακα (πηγή άνθρακα) από την ατμόσφαιρα. Με τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης μετατρέπει τα συστατικά αυτά σε υδατάνθρακες (κατά κύριο λόγο γλυκόζη). Τα υπόλοιπα στοιχεία περιέχονται, υπό μορφήν ενώσεων, στο έδαφος.
Χρήση των θρεπτικών συστατικών από τα φυτά
Τα κύρια και τα δευτερεύοντα θρεπτικά συστατικά διακρίνονται κατ' αυτό τον τρόπο όχι ως προς τη χρησιμότητά τους, αλλά ως προς τις απαιτούμενες ποσότητές τους.

Κύρια θρεπτικά συστατικά

  • Άζωτο: Δομικό συστατικό των πρωτεϊνών, των νουκλεϊκών οξέων (DNA και RNA) και των ενζύμων. Το κρίσιμο επίπεδο περιεκτικότητας αζώτου στα φυτά κυμαίνεται περίπου στο 3%. Αν το ποσοστό αυτό μειωθεί κάτω του 2,75%, εμφανίζονται συμπτώματα αζωτοπενίας στα φυτά, με αποτέλεσμα την απώλεια ποιότητας και ποσότητας στην τελική συγκομιδή. Εξαίρεση αποτελούν τα νεαρά φυτά, στα οποία η περιεκτικότητα σε άζωτο ανέρχεται στο 4% ή και περισσότερο, ορισμένα φυτά όπως η σόγια, τα φιστίκια και το τριφύλλι, ενώ σε άλλα, όπως τα οπωροφόρα δένδρα και ορισμένα διακοσμητικά φυτά το άζωτο μπορεί να ανέρχεται και στο 2% πριν αρχίσει η αζωτοπενία. Αυτή εκδηλώνεται συνήθως αρχικά με πτώση των φύλλων, ενώ το αντίστροφο φαινόμενο έχει διαπιστωθεί ότι καθυστερεί την ωρίμανση των καρπών, όπως συμβαίνει σε φυτά τομάτας θερμοκηπίου. Ακόμη και μικρές εναλλαγές στην περιεκτικότητα αζώτου μπορούν να επιφέρουν σημαντικές μεταβολές στην ανάπτυξη των φυτών, την εποχή συγκομιδής αλλά και στην ποιότητα των συλλεγομένων καρπών. Είναι, συνεπώς, σημαντικό να διατηρούνται τα επίπεδα αζώτου στο έδαφος ανάλογα με τα καλλιεργούμενα φυτά προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα και η ποσότητα της παραγωγής.
  • Φωσφόρος: Δομικό συστατικό των νουκλεϊκών οξέων και των μορίων ανταλλαγής ενέργειας (τριφωσφορική αδενοσίνη (ATP) και διφωσφορική αδενοσίνη (ADP)). Οι απαιτήσεις των φυτών σε φωσφόρο ποικίλλουν σημαντικά: Στα οπωροφόρα δένδρα οι κρίσιμες περιεκτικότητες σε φωσφόρο είναι μεταξύ 0,12% και 0,15%, τα χόρτα 0,20% έως 0,25%, ενώ τα λαχανικά φθάνουν τα 0,25% ως τα 0,30%. Οι περιπτώσεις φωσφοπενίας, που είναι συνέπεια της ανεπάρκειας του εδάφους σε φωσφόρο ή σε περιορισμό του ριζικού συστήματος λόγω εμποδίων, εκδηλώνονται στα πρώτα στάδια ανάπτυξης των φυτών, οπότε και οι απαιτήσεις σε φωσφόρο είναι αυξημένες: Η αρχική περιεκτικότητα σε φωσφόρο είναι υψηλή και μειώνεται σταδιακά όσο το φυτό μεγαλώνει. Το αντίθετο φαινόμενο δεν είναι γνωστό με σαφήνεια. Σε ορισμένες περιπτώσεις υψηλές περιεκτικότητες του εδάφους σε φωσφόρο προκαλούν απώλεια ισορροπίας και πενίες σε άλλα στοιχεία, όπως ψευδάργυρο, χαλκό και σίδηρο. Συνεπώς είναι σημαντική η διατήρηση ισορροπίας του εδάφους σε φωσφόρο.
  • Κάλιο: Απαραίτητο για την πραγματοποίηση πολλών χημικών αντιδράσεων στα φυτά. Οι απαιτήσεις των φυτών σε κάλιο ποικίλλουν ανάλογα με το είδος. Τα οπωροφόρα δένδρα (ροδακινιές, αχλαδιές, μηλιές κτλ) έχουν μικρές απαιτήσεις σε κάλιο, κυμαινόμενες από 0,75% ως 1,25%, για τους διάφορους τύπους χόρτων από 1,2% ως 2.0%, ενώ υψηλότερες είναι οι απαιτήσεις των λαχανικών, 1,75% ως 2,0%. Το κάλιο είναι από τα πλέον κινητικά στοιχεία, καθώς μπορεί να απελευθερωθεί από τα φύλλα κατά τη διάρκεια μιας βροχής και να επαναπορροφηθεί από τις ρίζες. Καλιοπενία μπορεί να εκδηλωθεί τόσο στα πρώτα όσο και στα τελευταία στάδια ανάπτυξης των φυτών. Η περιεκτικότητα των φυτών ελαττώνεται ανάλογα με την ηλικία τους. Σημαντική είναι, όμως, η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ καλίου και νατρίου και καλίου και ασβεστίου/μαγνησίου, καθώς η αύξηση συγκέντρωσης του ενός μειώνει την συγκέντρωση των άλλων.
  • Θείο: Απαραίτητο συστατικό σε ορισμένα αμινοξέα και, συνεπώς, στις πρωτεΐνες. Εν γένει πιστευόταν ότι τα φυτά έχουν σε θείο απαιτήσεις ανάλογες με αυτές του φωσφόρου, αλλά αποδεικνύεται ότι αυτό δεν συμβαίνει. Για τα λαχανικά, το βαμβάκι, τον καπνό και την τομάτα οι απαιτήσεις σε θείο είναι, εν γένει, μεταξύ 0,2% και 0,3%, ενώ σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες καλύτερο δείκτη για το θείο δεν αποτελεί η % συγκέντρωσή του αλλά περισσότερο ο λόγος συγκεντρώσεων αζώτου προς θείο, ο οποίος πρέπει να κυμαίνεται από 9:1 ως 12:1. Θειοπενίες συμβαίνουν συχνά σε αμμώδους υφής εδάφη και εκδηλώνονται στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης των φυτών και απαιτούν τη χρήση θειούχων λιπασμάτων για σημαντικό χρονικό διάστημα. Το θείο δεν εμφανίζει κινητικότητα στους ιστούς των φυτών και οι θειοπενίες εκδηλώνονται στα ανώτερα και νεότερα τμήματα του φυτού.
  • Μαγνήσιο: Δομικό συστατικό της χλωροφύλλης και συνεπώς απαραίτητο για τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης από τα πράσινα φυτά. Συνήθεις συγκεντρώσεις του κυμαίνονται από 0,10% ως 0,30%, ανάλογα με τον τύπο της καλλιέργειας, ενώ ειδικότερα για τις τομάτες και τη ρέβη (γογγύλι) μπορεί να φθάνουν και το 0,40%. Μαγνησιοπενίες συμβαίνουν όταν η συγκέντρωση πέσει κάτω από το 0,10%. Η κινητικότητά του στους φυτικούς ιστούς βρίσκεται σε μεσαίο επίπεδο, γι' αυτό και εκδηλώνεται μαγνησιοπενία στους ηλικιακά μεγαλύτερους ιστούς. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται κατά την απορρόφηση μαγνησίου από το έδαφος: Η απορρόφησή του από τα φυτά εξαρτάται τόσο από το pH του εδάφους (βέλτιστη απορρόφηση σε τιμές μεταξύ 6 και 6,5) όσο και την περιεκτικότητά του σε ασβέστιο.
  • Ασβέστιο: Καθορίζει την διαπερατότητα των μεμβρανών των φυτικών κυττάρων. Το ασβέστιο τείνει να κατατάσσεται πλέον στα δευτερεύοντα θρεπτικά συστατικά. Οι υψηλότερες απαιτήσεις σε αυτό είναι των οπωροφόρων δένδρων, ενδιάμεσες έχουν τα λαχανικά και τις μικρότερες τα πράσινα χόρτα: Οι μηλιές και οι ροδακινιές εμφανίζουν συγκέντρωση ασβεστίου στα φύλλα τους 1,0% και 1,25% αντίστοιχα, ενώ την υψηλότερη απαίτηση έχει το βαμβάκι, με συγκέντρωση ασβεστίου στα φύλλα περίπου 2,0%. Οι ασβεστοπενίες δεν είναι ασυνήθεις και επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα των παραγομένων καρπών. Στις τομάτες εμφανίζονται σήψεις στα άνθη, ενώ τα φρούτα γίνονται πιο μαλακά και εμφανίζουν καφέ "λεκέδες" στην επιφάνειά τους. Σε βαρείες περιπτώσεις επηρεάζονται πρώτα οι νεότεροι ιστοί, ενώ τα διαστήματα μεταξύ των φύλλων ελαττώνονται και τα άκρα των φύλλων εμφανίζονται ακανόνιστα. Η κινητικότητα του ασβεστίου στους φυτικούς ιστούς είναι χαμηλή και η συγκέντρωσή του τείνει να αυξάνει με την ηλικία του φυτού.

Δευτερεύοντα θρεπτικά συστατικά 

  • Σίδηρος: Βασικό συστατικό αρκετών ενζύμων
  • Μαγγάνιο: Ανευρίσκεται σε αναπνευστικά ένζυμα
  • Βόριο: Απαραίτητο κατά την σύνθεση των πρωτεϊνών
  • Χλώριο: Εμπλέκεται στον μεταβολισμό των υδατανθράκων
  • Ψευδάργυρος: Απαντάται στο ένζυμο διάσπασης του οξικού οξέος
  • Μολυβδαίνιο: Συστατικό ενζύμου που ανάγει τα νιτρικά ιόντα προς νιτρώδη. Η χρήση του σε λιπάσματα πρέπει να γίνεται με πολύ μεγάλη προσοχή, καθώς το στοιχείο είναι τοξικό για τους μη φυτικούς ζωντανούς οργανισμούς σε περιεκτικότητες άνω των 15 ppm.
  • Χαλκός: Συστατικό ενζύμων αντιδράσεων οξείδωσης.

Στη Φύση, τα θρεπτικά συστατικά δεν εξαντλούνται από το έδαφος, καθώς τα φυτά μετά τον θάνατό τους αποσυντίθενται και τα συστατικά τους επανέρχονται στο έδαφος. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει στις καλλιέργειες: Όταν γίνει η συγκομιδή, το μεγαλύτερο τμήμα των φυτών συλλέγεται και απομακρύνεται από την καλλιεργήσιμη έκταση. Ως συνέπεια, η περιεκτικότητα του εδάφους στα συστατικά αυτά μειώνεται, με συνέπεια η ανάπτυξη των φυτών να μην είναι φυσιολογική και η αποδοτικότητά τους να χαμηλώνει σημαντικά.
Φυσικά λιπάσματα 
Τα κυριότερα οργανικά φυσικά λιπάσματα είναι η κοπριά διαφόρων, κυρίως οικόσιτων, ζώων, όπως τα πουλερικά, τα πρόβατα, οι αγελάδες και τα άλογα, και τα σηπόμενα φύλλα, τα οποία μπορεί να έχουν υποστεί τη διαδικασία της κομποστοποίησης ή και όχι. Χρησιμοποιούνται, επίσης, και φυσικοί σχηματισμοί, όπως το γκουανό, το οποίο έχει προέλθει από φυσικές διεργασίες που έλαβαν χώρα σε περιττώματα θαλάσσιων πτηνών. Ανόργανα φυσικά λιπάσματα προέρχονται κυρίως από ορυκτά, όπως ο ασβεστόλιθος, το χλωριούχο κάλιο ή φωσφορικά ορυκτά.
Συνθετικά λιπάσματα 
Τα πλέον ταχέως απομακρυνόμενα από το έδαφος στοιχεία είναι το άζωτο, ο φωσφόρος και το κάλιο. Τα περισσότερα λιπάσματα αποσκοπούν στον εμπλουτισμό του εδάφους στα συστατικά αυτά. Παλαιότερα η αναπλήρωση του αζώτου στο έδαφος των χωραφιών γινόταν με τη μέθοδο της αμειψισποράς: Κάθε τέταρτο ή πέμπτο έτος η καλλιέργεια δημητριακών αντικαθίστατο με την καλλιέργεια ψυχανθών (φασόλια, φακές, ρεβίθια κτλ.) Λόγω των αζωτοβακτηρίων, που ζουν στις ρίζες αυτών των φυτών και είναι οι μόνοι οργανισμοί που μπορούν να μετατρέψουν απευθείας το ατμοσφαιρικό άζωτο σε απορροφήσιμες από το φυτό ουσίες, το έδαφος εμπλουτιζόταν σε άζωτο. Σήμερα η μέθοδος αυτή έχει αντικατασταθεί με την χρήση συνθετικών λιπασμάτων.
Συμβολισμός 
Τα λιπάσματα γενικής χρήσεως συμβολίζονται με τρεις αριθμούς: Ο πρώτος αφορά την περιεκτικότητα σε άζωτο, ο δεύτερος σε φωσφόρο και ο τρίτος σε κάλιο. Έτσι, ένα λίπασμα χαρακτηριζόμενο ως 11-52-10 περιέχει 11 μέρη αζώτου, 52 μέρη φωσφόρου και 10 μέρη καλίου. Ένα τέτοιο λίπασμα χαρακτηρίζεται ως "σύνθετο λίπασμα". Άρα, σε ένα σάκο λιπάσματος βάρους 100 κιλών περιέχονται 11 κιλά αζώτου, 52 κιλά φωσφόρου και 10 κιλά καλίου. Το υπόλοιπο είναι γνωστό ως "έκδοχο" (κοινώς έρμα ή σαβούρα, αγγλ. "ballast") και δεν έχει καμία επίδραση στην ανάπτυξη των φυτών.
Αζωτούχα λιπάσματα 
Τα περισσότερα αζωτούχα συνθετικά λιπάσματα κατασκευάζονται με βάση την αμμωνία (NH3), τη συνθετική μέθοδο για την παρασκευή της οποίας, απευθείας από ατμοσφαιρικό άζωτο και υδρογόνο, ανακάλυψε ο Γερμανός χημικός Φριτς Χάμπερ το 1908. Για την ανακάλυψη αυτή τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1918. Η μέθοδος Χάμπερ βελτιώθηκε από τονΚαρλ Μπος (Karl Bosch) προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στη βιομηχανία και σήμερα φέρει το όνομά τους (μέθοδος Χάμπερ - Μπος).Η αμμωνία χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή αμμωνιακών αλάτων, όπως το θειικό αμμώνιο, το νιτρικό αμμώνιο και το φωσφορικό αμμώνιο.
Μέχρι την ανακάλυψη και εφαρμογή της αμμωνίας και των αλάτων της, χρησιμοποιήθηκαν φυσικά αζωτούχα λιπάσματα, όπως το γκουανό του Περού και άλλων νοτιοαμερικανικών χωρών, το νίτρο της Χιλής (παρόμοιας σύστασης) και αμμωνιακά άλατα που παράγονταν από τους ορυκτούς άνθρακες.
  • Αμμωνία (82-0-0): Χρησιμοποιείται απευθείας υπό αέρια μορφή, ενώ φέρεται στο εμπόριο υγροποιημένη σε φιάλες και ενίεται στο έδαφος.
  • Ουρία (46-0-0-): Φέρεται σε στερεή μορφή ως κόκκοι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί παράλληλα με νιτρικό αμμώνιο και όταν και τα δύο συστατικά διαλύονται στο νερό σχηματίζουν ένα λίπασμα γνωστό ως "διάλυμα UAN" (ουρικό νιτρικό αμμώνιο).
  • Νιτρικό αμμώνιο (34-0-0): Στερεό άλας, εφαρμόζεται επίσης υπό μορφή κόκκων και είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε εκτάσεις με χόρτο βοσκής αλλά και ειδικές καλλιέργειες, όπως των εσπεριδοειδών.
  • Θειικό αμμώνιο: (21-0-0): Παραπροϊόν των κλιβάνων παρασκευής κωκ, όπου θειικό οξύ χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση της παραγόμενης αμμωνίας.

Φωσφορικά λιπάσματα 
  • Τριπλό υπερφωσφορικό (0-46-0): Φωσφορικό λίπασμα υψηλής συγκέντρωσης σε φωσφόρο, κυκλοφορεί υπό μορφή κόκκων ή κόνεως.
  • Μονοφωσφορικό αμμώνιο (11-52-0) και διφωσφορικό αμμώνιο (18-46-0): Παρασκευάζονται με αντίδραση αμμωνίας με φωσφορικό οξύ και είναι ημισύνθετα λιπάσματα, καθώς περιέχουν και άζωτο και φωσφόρο. Κυκλοφορούν σε μορφή κόκκων, ώστε να αναμιγνύονται με άλλα λιπάσματα αλλά και σε μορφή κόνεως για διάλυση σε νερό και πότισμα των χωραφιών.

Καλιούχα λιπάσματα 
Αποτελούνται κυρίως από χλωριούχο κάλιο και θειικό κάλιο και παρασκευάζονται από τα αντίστοιχα ορυκτά του καλίου, αφού πρώτα τα ορυκτά υποστούν επεξεργασία για την αφαίρεση ανεπιθύμητων συστατικών.
Τρόποι εφαρμογής 
                                     
                                   Προετοιμασία για εφαρμογή λιπάσματος με τη μέθοδο ευρείας διασποράς
Ο τρόπος χρήσης των λιπασμάτων δεν είναι ενιαίος για όλες τις καλλιέργειες. Υπάρχουν τρεις βασικοί τρόποι για τη λίπανση των καλλιεργουμένων εδαφών, εξαρτώμενοι από παράγοντες όπως ο τύπος της καλλιέργειας και η μεθοδολογία της, ο τύπος του προς χρήση λιπάσματος, η οξύτητα (pH) του εδάφους, η εποχή, η διαθεσιμότητα νερού κτλ.
  • Ευρεία διασπορά: Το λίπασμα δασπείρεται ομοιόμορφα σε ολόκληρη την καλλιεργούμενη έκταση. Η μέθοδος αυτή προτιμάται για τις αρδευόμενες καλλιέργειες και κυρίως για τα αζωτούχα λιπάσματα. Είναι κατάλληλη για φυτά με ιδιαίτερα εξαπλούμενο ριζικό σύστημα, πυκνοφυτευμένες καλλιέργειες, όταν χρησιμοποιούνται πολύ ευδιάλυτα αζωτούχα λιπάσματα ή όταν λιπαίνονται με κάλιο "ελαφρά" εδάφη. Μειονεκτήματα της μεθόδου είναι ότι έτσι ευνοείται η ανάπτυξη και των ζιζανίων, ενώ σε περιπτώσεις λίπανσης με φωσφορικά λιπάσματα είναι ενδεχόμενο μεγάλο μέρος τους να δεσμευτεί από το έδαφος λόγω υψηλής διασποράς και να μη γίνει άμεσα εκμεταλλεύσιμο από τα φυτά.
  • Εξειδικευμένη τοποθέτηση: Το λίπασμα τοποθετείται σε ειδικά διαμορφωμένους θύλακες του εδάφους κοντά στα φυτά ή στις σειρές των φυτών και, σε πολλές περιπτώσεις, κάτω από τον σπόρο πριν αυτός σπαρεί. Η μέθοδος αυτή προτιμάται επί εφαρμογής λιπασμάτων ευρέος φάσματος (και με τα τρία κύρια θρεπτικά συστατικά) και κυρίως κατά τις περιόδους της σποράς ή της αρχικής βλάστησης. Είναι ιδιαίτερα κατάλληλη στις περιπτώσεις χρήσης μικρών ποσοτήτων λιπάσματος, όταν τα καλλιεργούμενα φυτά είναι τοποθετημένα σε σειρές, σε εδάφη χαμηλής γονιμότητας και στις περιπτώσεις που οι ρίζες δεν φθάνουν σε μεγάλα βάθη.
  • Εφαρμογή επί των φύλλων: Με χρήση ειδικών ψεκαστικών συσκευών το λίπασμα - σε υγρή μορφή - ψεκάζεται ώστε να καλύψει το φύλλωμα ολόκληρου του φυτού. Η μέθοδος αυτή προτιμάται στα οπωροφόρα δένδρα, καθώς δεν επηρεάζει σημαντικά την ισορροπία των δευτερευόντων θρεπτικών συστατικών. Είναι επίσης κατάλληλη για την εφαρμογή των λιπασμάτων που περιέχουν δευτερεύοντα θρεπτικά συστατικά (τα οποία συνήθως αναμιγνύονται με αζωτούχο λίπασμα ουρίας).
  • Οφέλη από την χρήση λιπασμάτων: Η χρήση λιπασμάτων αύξησε δραματικά την παγκόσμια φυτική παραγωγή: Υπολογίζεται ότι ενώ ένα εκτάριο καλλιεργήσιμης έκτασης παρήγαγε τροφή για 1,9 άτομα το 1908, η παραγωγικότητα αυτή αυξήθηκε στα 4,8 άτομα το 2008, ενώ άλλοι υπολογισμοί κατέδειξαν ότι περίπου το 40% των γεωργών παγκοσμίως στηρίζονται στη χρήση λιπασμάτων για την παραγωγή τους, αν και οι υπολογισμοί αυτοί δυσχεραίνονται από τις αλλαγές στις μεθόδους καλλιέργειας και συγκομιδής όσο και από την παραγωγή γενετικά τροποποιημένων φυτών. Οι αριθμοί αυτοί αναφέρονται σε παγκόσμιο επίπεδο και εμφανίζουν σημαντικές διαφορές από περιοχή σε περιοχή. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χρήση λιπασμάτων στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική επέφερε αντίστοιχη αύξηση στην κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ αναφέρει ότι 850 εκατομμύρια κάτοικοι του πλανήτη παραμένουν υποσιτιζόμενοι.

Τα λιπάσματα είναι επίσης σημαντικά για την παραγωγή βιοκαυσίμων και βιοενέργειας. Αν και τα ποσοστά αυτών των μορφών ενέργειας δεν είναι ακόμη σημαντικά, στο μέλλον προβλέπεται η αύξησή τους στην παγκόσμια ενεργειακή παραγωγή/κατανάλωση.

Περιβαλλοντικές επιδράσεις 

Η χρήση των λιπασμάτων (και ιδιαίτερα η αλόγιστη χρήση τους) δεν έχει μόνον ευεργετικά αποτελέσματα, αλλά παρουσιάζει και ορισμένα σοβαρά μειονεκτήματα, καθώς η παρουσία τους επηρεάζει, άμεσα και έμμεσα, τις ισορροπίες σε ευρύτατο οικοσύστημα.
Επίδραση στην ποιότητα νερού 

Ευτροφισμός 

Όλα τα λιπάσματα είναι ευδιάλυτα, ώστε να απορροφώνται κυρίως από το ριζικό σύστημα των φυτών. Καθώς όμως τα φυτά έχουν συγκεκριμένο ρυθμό απορρόφησης νερού από το έδαφος, δεν είναι δυνατόν να απορροφήσουν όλη την ποσότητα διαλύματος από εκεί. Το διαλυμένο λίπασμα περνά στον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής μολύνοντάς τον και, στη συνέχεια, καταλήγει είτε στη λίμνη της περιοχής είτε στην θάλασσα. Αυτό έχει ως συνέπεια τη δημιουργία ευτροφισμού: Τα νερά σε πολλές ακτές των θαλασσών έχουν πλέον "απογυμνωθεί" από οξυγόνο, καθώς αναπτύσσονται σε αυτά, με πολύ υψηλούς ρυθμούς χάρη στα λιπάσματα, μικροσκοπικοί οργανισμοί (πλαγκτόν) που καταναλώνουν το περιεχόμενο στο νερό οξυγόνο, με συνέπεια την "απογύμνωση" των περιοχών αυτών από πολλές μορφές ζωής. Παρόμοια φαινόμενα είχαν παρατηρηθεί κατά το παρελθόν στην περιοχή του Παγασητικού κόλπου, ενώ ο ευτροφισμός των καλαμιών στην περιφέρεια της λίμνης των Ιωαννίνων είναι εμφανής σήμερα.
Για την εν μέρει αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, αλλά και για να υπάρχει μεγαλύτερη διάρκεια στην λίπανση των καλλιεργούμενων φυτών, έχουν κατασκευαστεί λιπάσματα ελεγχόμενης αποδέσμευσης (controlled - release): Η διάλυση των συστατικών στο νερό ελέγχεται χάρη σε επικαλύψεις των κόκκων του λιπάσματος με δυσδιάλυτες ουσίες, ενώ παράλληλα ελέγχεται και η ενδεχόμενη αντίδραση δέσμευσής τους από το ίδιο το έδαφος.

Επίδραση στο πόσιμο νερό 

Έχει παρατηρηθεί ότι σε περιπτώσεις λίπανσης με νιτρικό αμμώνιο τα φυτά απορροφούν ταχύτερα τα ιόντα αμμωνίου (NH4+) σε σχέση με τα νιτρικά (NO3-). Αυτό έχει ως συνέπεια την αύξηση των νιτρικών ιόντων στον υδροφόρο ορίζοντα και αν από αυτόν τροφοδοτούνται τα αποθέματα πόσιμου νερού της περιοχής τότε το πόσιμο νερό είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε νιτρικά ιόντα. Η κατανάλωση νερού με αυξημένη περιεκτικότητα (άνω των 10 mg/L) οδηγεί σε συμπτώματα κυάνωσης ιδιαίτερα σε βρέφη: Η αιμοσφαιρίνη μετατρέπεται, παρουσία αυξημένων συγκεντρώσεων νιτρικών ιόντων στη σταθερή ένωση μεθαιμοσφαιρίνη, η οποία δεν είναι δυνατό να μεταφέρει οξυγόνο, με συνέπεια, σε σοβαρές περιπτώσεις, να προκαλείται κώμα και ακόμη και θάνατος, αν δεν γίνει έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία. Η κατάσταση αυτή έχει αποκληθεί "σύνδρομο των κυανών βρεφών" (syndrome of blue babies) λόγω του κυανού χρώματος που λαμβάνει η επιδερμίδα των βρεφών σε περίπτωση κυάνωσης

Επίδραση στο έδαφος 

Τόσο τα ανόργανα όσο και τα οργανικά λιπάσματα είναι πιθανόν να προκαλέσουν αύξηση της οξύτητας pH του εδάφους όταν εφαρμόζονται. Παρόμοιες καταστάσεις είναι πιθανόν να επηρεάσουν την δυνατότητα απορρόφησης άλλων θρεπτικών συστατικών των φυτών και αντιμετωπίζονται με την προσθήκη ασβέστου στο έδαφος, που θα οδηγήσει σε αύξηση του pH.

Μόλυνση του εδάφους 

Πολλά λιπάσματα περιέχουν τοξικά πρόσθετα, τα οποία κυρίως για οικονομικούς λόγους δεν έχει γίνει δυνατό να απομακρυνθούν κατά τη διαδικασία παρασκευής τους. Τα περισσότερα λιπάσματα του εμπορίου δεν περιέχουν ποσότητες τοξικών ικανές να δημιουργήσουν απειλή για το περιβάλλον ή την υγεία ανθρώπων και ζώων της περιοχής όπου εφαρμόζονται, εν τούτοις ορισμένα εμφάνισαν παρόμοια προβλήματα, όπως κατέδειξε έρευνα του "U.S. Environmental Protection Agency": Εντοπίστηκαν διοξίνες, πολυχλωροπαράγωγα του διβενζοφουρανίου και πολυχλωριούχες διβενζο-π-διοξίνες. Η παρουσία τους φαίνεται πως οφείλεται στις μεθόδους παρασκευής των λιπασμάτων αυτών.

Συσσώρευση βαρέων μετάλλων 

Ορισμένα ανόργανα φυσικά λιπάσματα, όπως τα φωσφορικά που προέρχονται από το Ναουρού και τις Νήσους των Χριστουγέννων περιέχουν κάδμιο, , ενώ πρόσθετα λιπασμάτων που παράγονται από παραπροϊόντα της βιομηχανίας χάλυβα περιέχουν μεν τον απαραίτητο για τα φυτά ψευδάργυρο αλλά και μόλυβδο, αρσενικό, κάδμιο, χρώμιο υδράργυρο (ο οποίος εντοπίστηκε σε ψάρια στην Ισπανία) και νικέλιο.

Επίδραση στην ατμόσφαιρα 

Έχει διαπιστωθεί ότι οι εκπομπές μεθανίου από καλλιεργήσιμες εκτάσεις (ιδιαίτερα καλλιέργειες ρυζιού) αυξάνονται με την χρήση αμμωνιακών λιπασμάτων. Οι εκπομπές αυτές συμβάλλουν σημαντικά στην κλιματική αλλαγή, καθώς το μεθάνιο είναι ένα από τα αέρια που συμβάλλουν στην δημιουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου
Η χρήση αζωτούχων λιπασμάτων συμβάλλει επίσης στο σχηματισμό ενός ακόμη αερίου του θερμοκηπίου, του υποξειδίου του αζώτου (N2O), του οποίου το αποτέλεσμα είναι περίπου 300 φορές πιο ισχυρό σε σχέση με ίδια ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα, ενώ το ίδιο αέριο συμβάλλει επίσης και στην καταστροφή της οζονόσφαιρας.

Γενικότερη επίδραση στο οικοσύστημα 

Η χρήση λιπασμάτων επηρεάζει γενικότερα το οικοσύστημα, καθώς ορισμένα είδη παρασιτικών εντόμων εμφανίζουν αυξημένους ρυθμούς γεννήσεων ορισμένων εντόμων, και ιδιαίτερα των αφίδων (μελίγκρας). Σε καλλιέργειες με χρήση λιπασμάτων εμφανίστηκε μεγαλύτερος αριθμός αφίδων σε σχέση με αυτές που δεν υπέστησαν λίπανση, οι οποίες εμφάνισαν μικρότερο αριθμό αφίδων. Καθώς τα έντομα αποτελούν σημαντικό κρίκο της τροφικής αλυσίδας, επηρεάζεται ολόκληρο το οικοσύστημα της περιοχής.

Σύγκριση φυσικών και τεχνητών λιπασμάτων 

Όπως προαναφέρθηκε, η χρήση λιπασμάτων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Γενικά σήμερα έχει αρχίσει να παρατηρείται μικρή στροφή στα φυσικά λιπάσματα, καθώς εμφανίζουν μικρές ή ασήμαντες περιβαλλοντικές επιδράσεις, σε σύγκριση με τα τεχνητά.
Η κοπριά χρησιμοποιήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την εξημέρωση και μετατροπή ζώων από άγρια σε οικόσιτα (δεν είναι επαρκώς εξακριβωμένος ο ακριβής χρόνος) και συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Ωστόσο και η κοπριά και τα προϊόντα κομποστοποίησης δεν είναι ολοσχερώς απαλλαγμένα από προβλήματα:
  • Είναι ενδεχόμενο να περιέχονται σε αυτά μικροοργανισμοί που προκαλούν παθογόνεςασθένειες. Αυτό ισχύει τόσο για την κοπριά όσο και για τους σηπόμενους φυτικούς ιστούς, αν δεν έχουν επαρκώς κομποστοποιηθεί.
  • Οι συγκεντρώσεις τους σε θρεπτικά συστατικά ποικίλλουν ενώ η απελευθέρωση αυτών των συστατικών σε μορφή απορροφήσιμη από τα φυτά είναι πιθανόν να μη συμβεί ακριβώς στο στάδιο που τα φυτά τα χρειάζονται.
  • Έχουν σχετικά μεγάλο όγκο και βάρος και πιθανόν η ποσότητα που είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί στην καλλιέργεια να μην περιέχει τις κατάλληλες ποσότητες θρεπτικών συστατικών.
  • Η διαδικασία παραγωγής τους σε πολλές περιπτώσεις είναι αντιοικονομική.                                                  πηγή

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Οδηγός για το πότισμα των Μπονσάϊ

       Τα bonsai, όπως και σχεδόν όλα τα άλλα είδη καλλιεργούμενων φυτών, απαιτούν υγρασία στις ρίζες τους για να επιβιώσουν. Επειδή δεν υπάρχει μια διαρκής πηγή υγρασίας, το δέντρο για να είναι σε θέση να συνεχίσει να ζει, χάνει αρχικά τα φύλλα του, στη συνέχεια κλαδιά και τελικά ολόκληρο το δέντρο πεθαίνει.

Χωρίς αμφιβολία ο πιο γρήγορος τρόπος θανάτωσης ενός bonsai είναι να αφήσουμε το χώμα να στεγνώσει τελείως.

Ωστόσο, αν και τα αποτελέσματα όταν δεν ποτίζουμε είναι άμεσα, το υπερβολικό πότισμα ενός μπονσάι επίσης προκαλεί προβλήματα υγείας στα δέντρα.  Οι συνέπειες του υπερβολικού ποτίσματος παίρνουν πολύ περισσότερο χρόνο για να γίνουν αισθητές και πολύ συχνά είναι δύσκολο να εντοπιστούν.
Τα φυτά και τα δέντρα που είναι στη γη έχουν την ικανότητα να «προσαρμόζουν» την ποσότητα του νερού που είναι διαθέσιμη για αυτά.  Αν δεν υπάρχει αρκετό νερό στη διάθεση του ριζικού συστήματος, οι ρίζες θα απλώνονται στο έδαφος μέχρι να βρουν την υγρασία που είναι αρκετή για τις ανάγκες τους.  Έτσι, τα φυτά που αναπτύσσονται σε σχετικά ξηρές περιοχές θα έχουν εκτεταμένο το ριζικό τους σύστημα εφόσον συνεχίζουν να απλώνονται μέχρι να βρουν μια πηγή υγρασίας.
Από την άλλη πλευρά, τα δέντρα που αναπτύσσονται σε υγρές συνθήκες όπου η υγρασία είναι μονίμως υπό το ανώτατο επίπεδο του εδάφους, θα τείνουν να έχουν ρηχό ριζικό σύστημα, δεδομένου ότι έχουν εύκολη πρόσβαση σε υγρασία.

Στα όρια ενός «ποτ», ένα μπονσάι χάνει αυτή την ικανότητα να αυτό-ρυθμίζει την έκθεσή του στην υγρασία.  Δεν είναι σε θέση να ρυθμίζει την ποσότητα του νερού που έχει πρόσβαση.  Το χώμα σε ένα δοχείο μπονσάι είναι σαφώς πολύ λιγότερο από ότι στο έδαφος, η πιθανότητα να στεγνώσει αυξάνεται  σημαντικά και αυτό επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις εξωτερικές επιρροές, όπως είναι οι καιρικές συνθήκες και οι γύρω θερμοκρασίες του περιβάλλοντος.

Το σωστό πότισμα του bonsai είναι μια ικανότητα όχι και τόσο εύκολη όσο μπορεί να φανταστεί κανείς όταν πρώτο ξεκινάει. 
Λέγεται ότι στην Ιαπωνία χρειάζονται 3 χρόνια για να μάθουν σωστά να ποτίζουν.  Μπορεί να πάρει ακόμα και τρία έτη απώλειας δέντρων μέχρι ένας να αντιληφθεί ότι το πότισμα θα μπορούσε να είναι η αιτία!




ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΙΓΟΣΤΟΥ / ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟΥ ΠΟΤΙΣΜΑΤΟΣ
 
Τα φυτά βασίζονται στη συνεχή ροή του νερού για να μείνουν ζωντανά και να αναπτυχθούν. Το νερό απορροφάται από το χώμα στις ρίζες μέσα από μια διαδικασία γνωστή ως όσμωση, το νερό τραβιέται μέχρι το σώμα των φυτών και απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα μέσω του φυλλώματος. Η διαδικασία αυτή επιτρέπει στο φυτό να διανείμει ζωτικής σημασίας θρεπτικές ουσίες σε ολόκληρη τη δομή του.  Ωστόσο, όταν δεν υπάρχει πηγή υγρασίας στη ρίζα και διακοπεί η ροή του νερού, η δομή των φυτών γρήγορα καταρρέει και στεγνώνει.  Φύλλα και κλαδιά είναι οι πρώτες περιοχές που θα επηρεαστούν και τελευταία ο κορμός και οι ρίζες. Σε αυτό το σημείο είναι απίθανο το δέντρο να επιβιώσει χωρίς να υπάρχει ζημιά.  Όταν ποτίζουμε τότε συνήθως είναι πολύ αργά. Η υγρασία δεν μπορεί να απορροφηθεί από τις ρίζες και γυρνάει πίσω στο υγρό χώμα σε μια διαδικασία γνωστή ως αντίστροφη όσμωση.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι επιπτώσεις από το πολύ πότισμα είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να πάρει μια σχετικά μακρά χρονική περίοδο μέχρι να εντοπιστεί. Το υπερβολικό πότισμα δημιουργεί ένα περιβάλλον για το ριζικό σύστημα μόνιμης υγρασίας.  Οι ρίζες πρέπει να «αναπνέουν» οξυγόνο και το πολύ νερό μειώνει την ικανότητα του χώματος για την απορρόφηση του αέρα.  Αυτό με τη σειρά του προκαλεί στα λεπτά τριχίδια της ρίζας να ασφυκτιούν και να πεθαίνουν.  Σαν αποτέλεσμα το δέντρο χάνει τμήματα του συστήματος της ρίζας του τα οποία δεν είναι σε θέση πλέον να αναπτυχθούν και μαραζώνουν.

Το πιο ανησυχητικό είναι ότι οι νεκρές ρίζες αρχίζουν να σαπίζουν.  Τα βακτήρια τότε μπορούν να αποικίσουν το νεκρό ιστό και σε πολύ υγρό κοπρόχωμα είναι σε θέση να ευδοκιμήσουν.  Δεδομένου ότι το ριζικό σύστημα συνεχίζει να πεθαίνει εφόσον υπέρ-ποτίζεται, η ρίζα σαπίζει και τα βακτήρια εξαπλώνονται σε όλο το ριζικό σύστημα το δέντρο δεν έχει πια την ικανότητα να σφραγίσει τα υπόλοιπα ζωντανά τμήματα της ρίζας.  Σταδιακά το ζωντανό τμήμα του ριζικού συστήματος γίνεται μικρότερο και είναι σε θέση να υποστηρίξει όλο και λιγότερο την ανάπτυξη του δέντρου.

Το φύλλωμα του δέντρου θα αρχίσει να γίνεται κίτρινο και να πέφτει. Τα μικρότερα φύλλα θα ζαρώνουν και θα πεθαίνουν.  Το ζωντανό τμήμα της ρίζας γίνεται ακόμη μικρότερο και τελικά δεν είναι ικανό να υποστηρίξει τα πρωτογενή κλαδιά και τον κορμό, προκαλώντας τον θάνατο του δέντρου.
Οι σαπισμένες ρίζες συχνά εντοπίζονται στην μεταφύτευση την άνοιξη.  Είναι μαύρες και σε περίπτωση επαφής αποσυνθέτονται. Ο μόνος αξιόπιστος τρόπος για να σταματήσει το σάπισμα της ρίζας είναι να κοπούν όλοι οι νεκροί τομείς της ρίζας.

Πόσο συχνά πρέπει να ποτίζω;
Όπως έχει ήδη συζητηθεί, είναι σημαντικό να αποφευχθούν οι επιπτώσεις του λιγοστού ποτίσματος και του υπερβολικού ποτίσματος. Πως ξέρω λοιπόν ότι ποτίζω  ένα μπονσάι σωστά;

Πρώτον, ποτέ δεν ποτίζουμε με την ίδια συχνότητα.  Το να ποτίζουμε σε καθημερινή βάση, χωρίς να παρατηρούμε την κατάσταση του εδάφους του μπονσάι είναι ένα λάθος που πραγματοποιείται συχνά από τους αρχάριους, σύμφωνα με την εισήγηση των καλοπροαίρετων λιανοπωλητών των μπονσάι. Ένα bonsai μπορεί να χρειάζεται πράγματι νερό σε καθημερινή βάση ή ακόμα και δύο φορές την ημέρα, ιδιαίτερα σε ζεστό καιρό ή νωρίς την άνοιξη. Ωστόσο, όταν ποτίζουμε με την ίδια συχνότητα συνήθως οδηγούμε το φυτό σε μια μόνιμα υγρή κατάσταση σε χρονικές στιγμές που αυτό δεν είναι απαραίτητο.  Εάν το χώμα δεν προλαβαίνει να χάνει κάποια ποσοστά υγρασίας μεταξύ των ποτισμάτων, και είναι μόνιμα υγρό, αυτό οδηγεί σε προβλήματα που συνδέονται με το υπερβολικό πότισμα.

Αντ 'αυτού, τα δέντρα θα πρέπει να ελέγχονται τακτικά (τουλάχιστον σε καθημερινή βάση), ώστε ανάγκες τους σε νερό να μπορούν να παρατηρηθούν και να μπορούν στη συνέχεια να ποτίζονται όταν το χρειάζονται πραγματικά.  Η επιφάνεια του εδάφους σχεδόν σε όλα τα φυτικά bonsai αλλάζει χρώμα και εμφάνιση όταν αρχίζει να στεγνώνει.  Με προσεκτική παρατήρηση, είναι πάντα δυνατό να μπορούμε να διακρίνουμε αν η επιφάνεια του χώματος είναι ξηρή ή όχι.  Αυτό μπορεί να πάρει από 12 ώρες μέχρι εβδομάδα ή και περισσότερο μετά το πότισμα, ανάλογα από τούς διάφορους παράγοντες που το επηρεάζουν, όπως η θερμοκρασία του περιβάλλοντος, η ευρωστία των φυτών, το μέγεθος του ποτ και εάν έχει ή δεν έχει βρέξει. Ποτέ δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι επειδή έχει βρέξει το δέντρο έχει αρκετό νερό, ιδιαίτερα το καλοκαίρι.  Οι βροχές κρατούν υγρά μόνο τα ανώτερα στρώματα του εδάφους του χώματος.

Η σωστή ώρα για το πότισμα είναι όταν τα πρώτα εκατοστά του χώματος έχουν αρχίσει να στεγνώνουν.  Με την τακτική παρακολούθηση των δέντρων σε καθημερινή βάση, είμαστε σε θέση να εφαρμόσουμε το νερό όταν αυτό απαιτείται πραγματικά.  Επιτρέπει το χώμα να στεγνώσει λίγο μεταξύ των ποτισμάτων και με αυτό τον τρόπο ξέρουμε ότι δεν ποτίζουμε παραπάνω από ότι πρέπει.

Κάθε δέντρο έχει διαφορετικές απαιτήσεις νερού, προσπαθήστε να ποτίζετε μεμονωμένα ανάλογα με την ανάγκη του κάθε δέντρου και όχι μαζικά.
 
ΠΟΤΙΣΜΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΩΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
 
Στην καθημερινή ζωή μας, πολλοί από εμάς είναι μακριά από το σπίτι κατά τη διάρκεια της ημέρας και δεν είναι σε θέση να ελέγξουν το νερό στα δέντρα.  Το να αφήνουμε το δέντρο απότιστο για μεγάλη χρονική διάρκεια είναι καταστροφικό και πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία.
Γνωρίστε τα δέντρα σας. Δείτε ποια είναι πιθανόν να στεγνώσουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ είστε μακριά. Παρατηρήστε ποια δέντρα θα στεγνώσουν, εάν ο καιρός προβλέπεται να είναι ζεστός ή να φυσάει.  Εάν υπάρχει ο κίνδυνος ένα δέντρο να στεγνώσει κατά τη διάρκεια της ημέρας τότε ποτίστε το πρωί, πριν φύγετε από το σπίτι.
Δεν υπάρχει λόγος να βασίζετε το πότισμα των δέντρων σας το  βράδυ. Προσπαθήστε να ποτίζετε το πρωί, ώστε να μπονσάι σας είναι καλά ποτισμένα πριν από τη ζέστη της ημέρας, και αν και μόνο το απαιτούν, ποτίστε και το βράδυ.
 
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ ΣΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΠΟΤΙΣΜΑΤΟΣ
 
Το χώμα που τα δέντρα μεγαλώνουν έχει μεγάλη επιρροή στο πόσο συχνά απαιτείται πότισμα και για το πώς θα πρέπει επιμελώς να ποτίζουμε σωστά.
Οργανικά εδάφη που περιέχουν περισσότερο τύρφη πιθανότατα να προκαλέσουν προβλήματα που συνδέονται με το υπερβολικό πότισμα. Αυτό το έδαφος μπορεί να κρατάει πάρα πολύ νερό.  Μπορεί επίσης να είναι πολύ πιο δύσκολο να εισέλθει το νερό σε βάθος γιατί δε μπορεί να εισχωρήσει στη στεγνή επιφάνεια στο εσωτερικό της ρίζας οπότε ακόμη και μετά το πότισμα αυτό το σημείο στο εσωτερικό της ρίζας μπορεί να μείνει στεγνό.
Ανόργανα εδάφη που περιέχουν akadama, turface, seramis, χαλίκι κτλ συγκρατούν τόσο νερό ώστε να είναι αρκετό για να κρατήσει υγρό το έδαφος κατά τη διάρκεια μιας καυτής ημέρας το καλοκαίρι, επίσης, δεν συγκρατούν παραπάνω υγρασία από όσο πρέπει.  Με άλλα λόγια, εάν ένα ανόργανο έδαφος χρησιμοποιείται, ο κίνδυνος να ποτίζουμε παραπάνω από όσο πρέπει  μειώνεται σημαντικά.

Πώς θα πρέπει να ποτίζω; 

Εάν αφήσετε να στεγνώσει λίγο το χώμα πριν ποτίσετε θα αποφύγετε τις επιπτώσεις του υπερβολικού ποτίσματος.  Όταν το δέντρο χρειάζεται νερό όμως, χρειάζεται προσεκτική διαβροχή.  Αποφεύγοντας να ποτίσουμε πολύ δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να βρέχουμε καλά το bonsai.  Κάθε φορά που ποτίζουμε, είναι σημαντικό να βρέχεται παντού το χώμα κατάλληλα ώστε να αποφύγουμε να αφήσουμε ξερές κάποιες περιοχές στο εσωτερικό του χώματος κοντά στη ρίζα.

Οι Ιάπωνες έχουν μια φράση για το πότισμα, «Για τα μπονσάι, βρέχει δύο φορές».  Το πότισμα θα πρέπει να εφαρμόζεται δύο φορές. Το πρώτο πότισμα βρέχει το χώμα, έτσι ώστε κάθε ξηρό μέρος του εδάφους να δεχθεί την υγρασία καλύτερα καθώς στο πρώτο πότισμα τα σημεία αυτά δεν βρέχονται καλά.  Το νερό θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλη την επιφάνεια μέχρι να το δούμε να τρέχει από τις τρύπες αποστράγγισης.  Το δεύτερο πότισμα πρέπει να γίνει σε 10-20 λεπτά, έτσι ώστε οι περιοχές που προηγουμένως δεν ποτίστηκαν να είναι έτοιμες να δεχθούν το νερό.  Αφήνουμε πάλι το νερό να εισχωρήσει σε βάθος σε όλη την επιφάνεια του χώματος μέχρι να το δούμε να τρέχει από τις τρύπες αποστράγγισης της γλάστρας.  Το χώμα και οι ρίζες έχουν βραχεί επαρκώς μέχρι την επόμενη φορά που απαιτείται πότισμα.



ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΝΕΡΟ ΓΙΑ BONSAI


Ποτίζεται το bonsai σας με απλό νερό βρύσης.  Σε περιοχές όπου το νερό βρύσης είναι σκληρό, προτιμάμε το πότισμα με το νερό της βροχής το οποίο είναι χρήσιμο για να απαλλαγούμε από την συσσώρευση αλάτων, αλλά δεν είναι απαραίτητο, εκτός αν το νερό βρύσης είναι ιδιαίτερα σκληρό και τα άλατα κάνουν την εμφάνισή τους γύρω από το δοχείο.
Βέβαια είναι αρκετά δύσκολο να συλλέξουμε αρκετό βρόχινο νερό για να καλύψουμε τις ανάγκες των bonsai σε καθημερινή βάση.
Μην χρησιμοποιείτε το νερό που λαμβάνεται από συσκευές αποσκλήρυνσης του νερού. Πολλές από αυτές μαλακώνουν το νερό, αυξάνουν τον όγκο των αραιωμένων αλάτων και το αποτέλεσμα είναι να κάνουν μεγάλη ζημία στα μπονσάι.

ΠΟΤΙΣΜΑ ΜΕ ΒΥΘΙΣΗ


Κάποιοι ίσως σας συστήσουν να ποτίζετε το bonsai βυθίζοντας το δοχείο στο νερό για λίγο. Αυτό δεν συνιστάται στο πότισμα των δέντρων σας.
Το πότισμα με βύθιση είναι ένας τρόπος για να διεισδύσει το νερό σε συμπαγή και πολύ κακής ποιότητας οργανικό έδαφος.  Εάν ένα bonsai πρέπει να ποτιστεί με βύθιση υπάρχει πρόβλημα, είναι ιδιαίτερα επιρρεπή στις επιδράσεις του υπερβολικού ποτίσματος και έχει αδύναμες ρίζες.
Εάν ένας πωλητής, σας συνιστά αυτό τον τρόπο ποτίσματος, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το δέντρο είναι σε κακής ποιότητας χώμα και είναι συνεπώς δύσκολο να ποτιστεί σωστά.  Επίσης υπόνοιες ότι το δέντρο θα είναι αδύναμο, θα αναπτύσσεται αργά και πολύ πιθανόν να έχει προβλήματα στην ρίζα.
Κάντε τρύπες στο έδαφος γύρω από την άκρη της γλάστρας χρησιμοποιώντας ένα chopstick ή κάτι παρόμοιο, για να επιτραπεί το νερό να διεισδύσει στο έδαφος και μεταφυτεύω το συντομότερο δυνατό (συνήθως κατά το επόμενο εαρινό) σε μια καλύτερη ποιότητα (κατά προτίμηση ανόργανα) του εδάφους.

ΑΛΛΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΟΤΙΣΜΑ


Τα παρασκευάσματα των bonsai θα πρέπει πάντα να είναι ελεύθερης αποστράγγισης.  Συμπυκνωμένα, κακής αποστράγγισης παρασκευάσματα μπορεί να προκαλέσουν πολλά από τα προβλήματα που συνδέονται με λιγοστό και υπερβολικό πότισμα.  Το χώμα στα bonsai πρέπει να επιτρέπει στο νερό να διεισδύσει σε βάθος και να είναι σε θέση να περάσει μέσα από τις τρύπες αποστράγγισης αμέσως.


Συμπυκνωμένα εδάφη καθιστούν αργή τη διείσδυση του νερού, η οποία τείνει να καθίσει πάνω από την επιφάνεια του χώματος και τρέχει πάνω από τις πλευρές του ποτ ή προς τα κάτω στα εσωτερικά άκρα.  Αν βραχεί αρκετά, μπορεί να κρατήσει πάρα πολύ νερό και λίγο οξυγόνο και τελικά να οδηγεί σε προβλήματα που συνδέονται με το υπερβολικό πότισμα.


Επιπλέον προσοχή θα πρέπει να δίνουμε όταν οι γλάστρες των δέντρων δεν έχουν τρύπες αποστράγγισης, θα πρέπει οπωσδήποτε να αντικατασταθούν, καθώς επίσης και στην ποιότητα του χώματος του bonsai, αν είναι κακής ποιότητας φροντίζουμε να το αλλάξουμε στην επόμενη μεταφύτευση.


Εν συντομία:
  • Ποτίζουμε το δέντρο πολύ καλά, ώστε το νερό να τρέξει από τις τρύπες αποστράγγισης στη βάση της γλάστρας.
  • Ποτίζουμε όταν στεγνώσει η επιφάνεια του εδάφους.
  • Στη συνέχεια, ποτίζουμε το δέντρο επιμελώς για δεύτερη φορά.